- μελίτακας
- ο муравей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελίτακας — ο (Μ μελίτακας) (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) το μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγ. μελίτ αξ, πιθ. < μέλι, ιτος, + μεγεθ. κατάλ. ακας] … Dictionary of Greek
μελίτακας — ο είδος μυρμηγκιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελίτακας, Μιχαήλ — Κρητικός οπλαρχηγός με καταγωγή από την επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Συμμετείχε στους αγώνες της Κρήτης και της Πελοποννήσου την περίοδο 1821 30 και διακρίθηκε για την ανδρεία του, γι’ αυτό και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα … Dictionary of Greek
μελιτακιά — η (Μ μελιτακιά) [μελίτακας] (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) 1. φωλιά μυρμηγκιών 2. πλήθος από μυρμήγκια, μυρμηγκιά, η φάλαγγα που σχηματίζουν τα μυρμήγκια … Dictionary of Greek
πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… … Dictionary of Greek